Αγαπούσα πάντα την έρημο. Κάθεσαι πάνω σε ένα λόφο από άμμο. Δε βλέπεις τίποτα. Δεν ακούς τίποτα. Κι όμως κάτι εκπέμπει ακτίνες μέσα στη σιωπή.
- Η φίλη μου η αλεπού, μου είπε...
- Μικρέ και καλέ μου άνθρωπε, στην περίπτωσή μου, δεν πρόκειται πια για την αλεπού!
- Γιατί;
- Γιατί καθόλου απίθανο να πεθάνουμε από τη δίψα...
Δεν κατάλαβε τον συλλογισμό μου και απάντησε:
- Είναι καλό να έχεις έναν φίλο, ακόμα κι αν πρόκειται να πεθάνει. Εγώ ήμουν πολύ ευχαριστημένος που είχα φίλη μια αλεπού...
"Δεν έχει συναίσθηση του κινδύνου, σκέφτηκα, ποτέ του δεν ένοιωσε μήτε πείνα μήτε δίψα. Λίγος ήλιος του φτάνει..."
Όμως εκείνος με κοίταξε και απάντησε στη σκέψη μου:
- Διψάω κι εγώ... ας ψάξουμε για κανένα πηγάδι...
Έκανα μια χειρονομία κούρασης: είναι κουταμάρα να ψάχνεις για πηγάδι στη τύχη, μέσα στην απεραντοσύνη μιας ερήμου. Ωστόσο μπήκαμε στο δρόμο.
Αφού περπατήσαμε για ώρες και ώρες σιωπηλοί, η νύχτα έπεσε και τα αστέρια άρχισαν να σκορπίζουν το φως τους, λαμπυρίζοντας. Τά 'βλεπα σαν μέσα από όνειρο, καθώς είχα λίγο πυρετό εξαιτίας της δίψας μου.
Τα λόγια του μικρού πρίγκιπα χόρευαν στη θύμησή μου:
- Λοιπόν νοιώθεις κι εσύ δίψα, τον ρώτησα.
Όμως δεν απάντησε στην ερώτησή μου. Μου είπε απλά:
- Το νερό ίσως μπορεί να είναι καλό για την καρδιά...
Δεν κατάλαβα την απάντησή του, μα δεν είπα τίποτα... Ήξερα καλά πως δεν έπρεπε να τον ρωτήσω. Ήταν κουρασμένος. Κάθησε. Κάθησα κοντά του. Κι ύστερα από κάμποση ώρα σιωπής, είπε πάλι:
- Τ' αστέρια είναι όμορφα, εξαιτίας ενός λουλουδιού που δεν το βλέπουμε...
"Σίγουρα" του απάντησα και κοίταξα, χωρίς να μιλώ, τις κυματοειδής πτυχές της άμμου που ξεχώριζαν κάτω από το φως του φεγγαριού.
- Η έρημος είναι όμορφη πρόσθεσε...
Και αυτό ήταν αλήθεια. Αγαπούσα πάντα την έρημο. Κάθεσαι πάνω σε ένα λόφο από άμμο. Δε βλέπεις τίποτα. Δεν ακούς τίποτα. Κι όμως, κάτι εκπέμπει ακτίνες μέσα στη σιωπή...
- Αυτό που κάνει όμορφη την έρημο, είπε ο μικρός πρίγκιπας, είναι ότι κάπου κρύβει ένα πηγάδι...
Ένοιωσα κατάπληκτος καταλαβαίνοντας ξαφνικά εκείνο το μυστηριώδες ακτινοβόλημα της άμμου. Όταν ήμουν μικρό παιδί, καθόμουν σε ένα παλιό σπίτι όπου, σύμφωνα με τη παράδοση, βρισκόταν θαμμένος ένας θησαυρός. Βέβαια, ποτέ κανένας δεν τον είχε ανακαλύψει, ούτε ίσως, να μην τον είχε αναζητήσει. Όμως ο υποθετικός αυτός θησαυρός έκανε φανταστικά μαγευτικό όλο το σπίτι. Το σπίτι μου έκρυβε ένα θησαυρό στα βάθη της καρδιάς του...
- Ναι, είπα στο μικρό πρίγκιπα, είτε πρόκειται για το σπίτι, είτε για τα αστέρια, ή την έρημο, εκείνο που δημιουργεί την ομορφιά τους, δεν μπορείς να το δεις.
Καθώς αποκοιμόταν ο μικρός πρίγκιπας, τον πήρα στην αγκαλιά μου και μπήκα στο δρόμο. Είχα την εντύπωση πως κουβαλούσα ένα εύθραυστο θησαυρό. Μάλιστα, μου φαινόταν πως δεν υπήρχε τίποτα πιο εύθραυστο πάνω στη Γη. Κοίταζα, στο φως του φεγγαριού, το χλωμό αυτό μέτωπο, αυτά τα κλειστά μάτια, αυτές τις μπούκλες των μαλλιών που αναδεύονταν στον άνεμο, κι έλεγα μέσα μου: αυτό που βλέπω δεν είναι παρά ένα κέλυφος. Το πιο σημαντικό είναι αθέατο...
Καθώς τα μισάνοιχτα χείλη του άφηναν να σχήματίζεται σχεδόν, ένα χαμόγελο, είπα ακόμη:
"Αυτό που τόσο πολύ μου κάνει εντύπωση με τούτο το παιδί, είναι πόσο μένει πιστό σε ένα λουλούδι, είναι η εικόνα ενός τριαντάφυλλου, που λάμπει μέσα του, σαν το φως μιας λάμπας, ακόμη κι όταν κοιμάται..." Και τον φαντάστηκα ακόμη πιο εύθραυστο. Πρέπει να προστατεύουμε καλά τις λάμπες: ένα φύσημα του ανέμου μπορεί να τις σβήσει...
Και προχωρώντας έτσι, με το χάραμα της μέρας, βρήκα το πηγάδι.
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Αντουάν ντε Σαιντ - Εξυπερύ "Ο Μικρός Πρίγκιπας")
Κυριακάτικη βόλτα...
Πείραμα
Αλκυόνη
Τυχαία έμαθα τούτη τη λεπτομέρεια… ότι κάποτε έπεσες σε σφάλμα… καυχήθηκες, λέει, πόσο ευτυχισμένη ήσουν με τον άντρα σου τον Κήυκα και αυτοαποκαλούσασταν Ζευς και Ήρα.
Τόσο πολύ οργίστηκε ο Δίας με αυτή σας την ασέβεια που σας μεταμόρφωσε, εσένα σε ψαροπούλι και τον Κήυκα σε όρνιο.
Έτσι καταδικάστηκες να σκάβεις βαθιές τρύπες στις όχθες των ποταμών για τη φωλιά σου, κόρη του ανέμου, και να τρέχεις απελπισμένη από δω και από κει στις ερημιές για να βρεις το αγαπημένο σου ταίρι.
Καταδικάστηκες να σε συντροφεύει η δυστυχία... γιατί αντίθετα από τα άλλα πουλιά που γεννούν και κλωσούν τα αυγά τους την άνοιξη, εσύ γεννάς μέσα στη βαρυχειμωνιά, και τα μανιασμένα κύματα της θάλασσας άρπαζαν τα αυγά σου, και έκλαιγες σπαραχτικά, φωνάζοντας…
"Ζεεεε (υ) …."
Ώσπου κάποια στιγμή, ο θεός που τόσο σκληρά σε είχε τιμωρήσει, σε λυπήθηκε, και διέταξε τη θάλασσα και τους ανέμους να ησυχάσουν για δύο βδομάδες μέσα στο Γενάρη, για όσες μέρες κλωσάς τα αυγά σου.
Έτσι αυτές οι μέρες ονομάστηκαν αλκυονίδες μέρες.
Όμως τον αγαπημένο σου Κήυκα δεν ξανασυνάντησες ποτέ, και πίσω από τις εκβολές των ποταμών και τις πυκνές καλαμιές ακόμα τον περιμένεις, και με την αισθητή και διαπεραστική φωνή σου κάθε τόσο τον καλείς να γυρίσει πίσω…
"ζεεεε…."
Πυρρίχειος... ο χορός της φωτιάς!
Ω Κουρήτες, που σκιρτάτε χορεύοντας με ενόπλια βήματα
και χτυπάτε τα πόδια στρεφόμενοι σαν σβούρες, ορεσίβιοι,
βακχευτές, λυράρηδες, εύρυθμοι, που βαδίζετε χωρίς να αφήνετε
ίχνη, οπλοφόροι, φύλακες κοσμήτορες, περίφημοι,
συνοδοί της βουνίσιας Μητέρας, οργιοφάντες.
Ελάτε ανταποκρινόμενοι με ευμένεια στα εγκωμιαστικά
λόγια μας, καταδεκτικοί στο βουκόλο και με χαρούμενη
διάθεση πάντα.
Ορφικός ύμνος
Ο Πυρρίχειος χορός ή αλλιώς Σέρρα (επειδή χορευόταν κυρίως κοντά στον ποταμό Σέρρα), είναι πολεμικός χορός και χορεύεται με όπλα.
Θεωρείται ο σπουδαιότερος χορός που διατήρησαν οι έλληνες του Πόντου έως τις μέρες μας και αποτελεί αρχαιοελληνική πολιτισμική κληρονομιά.
Τον χόρεψαν οι Κουρήτες, οι Αθηναίοι στα Παναθήναια, και οι Λάκωνες στα Δισκούρεια.
O Αριστοφάνης αναφέρει ότι αυτός ο χορός ήταν στρατιωτικός και ένοπλος, ο δε Πλάτων περιγράφει τον Πυρρίχειο ως πολεμικό χορό με φάσεις άμυνας και επίθεσης με τους χορευτές παρατεταγμένους με τα όπλα τους σε στρατιωτική διάταξη.
Παλαιότερα ο Πυρρίχειος λεγόταν στη Κύπρο "πρόλις", στην Μακεδονία "τελεσίας", στην Κρήτη "ορδίτης ή επικρήδιος", στη Θράκη "κλαβρισμός". Παραλλαγές του, σήμερα, στην Κρήτη, είναι ο Πεντοζάλης.
Δαίδαλος και Ίκαρος
Tι είναι αυτό, Δαίδαλε, που σε κάνει να κοιτάζεις ψηλά και να θέλεις να πετάξεις;
Να λυτρωθείς από έναν λαβύρινθο που ο ίδιος έχεις εμπνευστεί και έχεις κατασκευάσει, και τώρα πασχίζεις να ξαναβρείς την κανονική σου μορφή, χρησιμοποιώντας κέρινα φτερά, για να πας που;
Υποκινείς το ίδιο σου το παιδί να μεταχειριστεί την εφεύρεσή σου και το εξορκίζεις να μην πλησιάζει απερίσκεπτα τον ήλιο, δεν σκέφτηκες ότι τυφλωμένος από την ματαιοδοξία του δεν θα ακολουθήσει τη συμβουλή σου;
Ναι, γεμάτος ματαιοδοξία, με εμπιστοσύνη στα κέρινα φτερά που του χάρισες, δεν θα ακολουθήσει καμία φρόνιμη συμβουλή.
Θα υπερβεί κάθε μέτρο και θα φτάσει στον Ήλιο.
Το κακό όμως δεν θα αργήσει να έρθει…
Οι καυτές αχτίδες του Ήλιου θα μαλακώσουν το κερί και θα λιώσουν τα δεσίματα των φτερών και τότε θα πέσει στη θάλασσα και θα πνιγεί.
Με πόνο ψυχής τότε θα κατέβεις και θα περιμαζέψεις το νεκρό του σώμα και θα το θάψεις σε ένα νησί που αργότερα θα πάρει το όνομά του, και απαρηγόρητος θα φτάσεις στην Κύμη και θα αφιερώσεις τα φτερά του στον Απόλλωνα για να σου χαρίσει την ελευθερία.
Ένας και μόνο μύθος δεν αρκεί για να εξαντλήσει την αληθινή διεργασία του ψυχισμού του παιδιού σου, που στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο περίπλοκος απ' όσο μπορεί να φανταστεί κανείς.
Και μην έχεις αυταπάτες ότι η θυσία της ζωής του θα σταθεί παράδειγμα για κανέναν...
Όχι.
Η ιστορία αυτή θα επαναληφθεί πολλές φορές ακόμη.
Ηχώ
Ήταν το ψηλότερο που είχα δει ως τότε στη ζωή μου.
Από ένα τόσο ψηλό βουνό, σκέφτηκα, σίγουρα θα μπορούσα να σε δω, όμως το μόνο που αντίκρισα ήταν οι ίδιες με βελόνες μυτερές κορφές των βράχων.
Τότε αποφάσισα να παίξω ένα παιχνίδι. Έβαλα τις παλάμες μου σε σχήμα χωνιού στο στόμα και φώναξα όσο πιο δυνατά μπορούσα:
"Είσαι εκεί;"
Τότε συνέβη κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ.
Απέναντί μου, μέσα στην άκρα σιωπή, πρόβαλε μια όμορφη κόρη, και βάζοντας κι αυτή τα χέρια της γύρω στο στόμα, απάντησε τρείς φορές, με παρατεταμένη, καθαρή φωνή:
"Είσαι εκεί… είσαι εκεί… είσαι εκεί;"
Αργότερα, έμαθα ότι ήταν μια παρθένα, που την είχαν αναθρέψει οι Νύμφες, και οι Μούσες της είχαν διδάξει την τέχνη του τραγουδιού, του αυλού και της σύριγγας. Αγαπούσε, λέει, τη μοναξιά και απέφευγε τη συντροφιά των θεών και των ανθρώπων, καθώς και τον έρωτά τους.
Όμως μια μέρα, σε μια περιπλάνησή της στα δάση είδε και ερωτεύτηκε παράφορα το Νάρκισσο, όμως εκείνος ήταν τόσο ερωτευμένος με τον εαυτό του που την περιφρόνησε.
Τότε κρύφτηκε στις έρημες σπηλιές όπου ο πόνος και το πείσμα έλιωναν το σώμα της και εξάτμιζαν το αίμα της, και μόνο η φωνή της διατηρήθηκε καλά, που και αυτή ακόμα ακούγεται σαν επανάληψη λέξεων άλλων…
Αράχνη
Ξακουστή η Αράχνη για τα υφαντά της αλλά και για την αλαζονεία της.
Καυχήθηκε κάποτε πως ήταν ανώτερη από την θεά στην υφαντική τέχνη και την προκάλεσε σε μονομαχία...φυσικά αυτή η πρόκληση δεν μπορούσε να αφήσει αδιάφορη την κόρη του Δία, πολύ περισσότερο αφού προερχόταν από μια θνητή.
Και έτσι ο αγώνας άρχισε...
Ύφαινε και κεντούσε η Αθηνά την Ακρόπολη, τον αγώνα της με τον Ποσειδώνα, που θα έκρινε ποιός από τους δυο θα κέρδιζε την Αθήνα. Κι ακόμη κεντούσε την ιστορία του βασιλιά της Θράκης Αίμου που μαζί με την γυναίκα του Ροδόπη περηφανεύτηκαν πως είχαν τη δύναμη του Δία και της Ήρας και γι' αυτή τους την ασέβεια ο Δίας τους μεταμόρφωσε σε βουνά.
Ύφαινε και κεντούσε και η Αράχνη ιστορίες των θεών και έδειχνε σε αυτές τις πολλές μεταμορφώσεις του Δία, που άλλοτε γινόταν ταύρος, άλλοτε κύκνος, άλλοτε χρυσή βροχή...
Όταν τέλειωσε ο αγώνας η Αθηνά πήρε στα χέρια της το κέντημα της Αράχνης, άδικα προσπάθησε να βρει κάποιο ψεγάδι.
Ήταν το καλύτερο που είχε δει ποτέ της...
Δεν ήταν δυνατό όμως να αφήσει ατιμώρητη την ασέβεια και την αλαζονεία της, γι΄αυτό την άγγιξε στο μέτωπο με την σαϊτα της και την μεταμόρφωσε σε έντομο, κι εκείνη τρελή απ' το κακό της τύλιξε στο λαιμό της όση κλωστή είχε περισσέψει στο αδράχτι και με αυτήν κρεμάστηκε από το ταβάνι του σπιτιού της.
Η θεά όμως την λυπήθηκε, και την άφησε να ζήσει, καταδικασμένη, να κρέμεται πάντα στα ταβάνια και να περπατάει στα σκοτεινά και εγκατελειμένα υπόγεια των σπιτιών και εκεί να υφαίνει αδιάκοπα, μη μπορώντας να ξεχάσει την παλιά της τέχνη...